τυφλοπόντικας

τυφλοπόντικας
(talpa Europaea). Θηλαστικό της οικογένειας των ασπαλακιδών, της τάξης των εντομοφάγων. Έχει μήκος 11-15 εκ. χωρίς την ουρά. Το κεφάλι του δεν είναι μεγάλο, στερείται σχεδόν λαιμού, και το ρύγχος του είναι μυτερό. Έχει 44 δόντια δυνατά και αιχμηρά. Τα μάτια του είναι πολύ μικρά και αναπτύσσονται μόνο στα ακμαία άτομα. Διακρίνουν μόνο τη διαφορά μεταξύ φωτός και σκοταδιού και, ακαθόριστα, τα κοντινότερα αντικείμενα. Τα ωτιαία ανοίγματα δεν έχουν πτερύγια και μπορούν να κλείνονται με μια πτυχή του δέρματος. Η ακοή και η όσφρηση είναι πολύ ανεπτυγμένες. Τα δυο ζευγάρια των άκρων διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους: από τα εμπρόσθια εξέχουν από το δέρμα του κορμού μόνο τα χέρια, τα δάχτυλα των οποίων είναι μακριά και προικισμένα με ισχυρά νύχια, κατάλληλα να σκάβουν το έδαφος. Τα οπίσθια άκρα δεν παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ιδιοτυπία. Τον Απρίλιο, ύστερα από κύηση περίπου 5 εβδομάδων, γεννά 3-7 μικρά, ανίκανα να κινηθούν, χωρίς τρίχωμα, που μεγαλώνουν όμως αρκετά γρήγορα. Ο τ. απαντάται συχνά σε μαλακά και υγρά εδάφη μεγάλου μέρους της Ευρασίας, σε υψόμετρα όχι μεγαλύτερα των 2.000 μ. Για να προμηθευτεί την τροφή του, που αποτελείται προπάντων από σκουλήκια και έντομα, σκάβει στοές σε βάθος περίπου 50 εκ. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, προπαρασκευάζει στο κέντρο του δαιδάλου των στοών μια κοιλότητα πιο μεγάλη, την οποία καλύπτει με χόρτα και φύλλα. Είναι ικανότατος κολυμβητής και, σε περίπτωση κινδύνου, κινείται στο έδαφος ταχύτατα. Εκτός από το δέρμα του, ο τ. είναι χρήσιμος στον άνθρωπο για τις μεγάλες ποσότητες σκουληκιών και προνυμφών που καταστρέφει. Με τα συνεχή σκαψίματά του, εξάλλου, μετακινεί το έδαφος, αερίζοντάς το, γεγονός ωφέλιμο για τη γεωργία. Υπάρχουν και συγγενικά είδη, που ζουν στην Ασία. Το θηλαστικό ζώο τυφλοπόντικας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυφλοπόντικας — τυφλοπόντικας, ο και τυφλοπόντικο, το εντομοφάγο μικρό θηλαστικό με μπροστινά πόδια πλατιά και ισχυρά που του επιτρέπουν να σκάβει το έδαφος, για να βρίσκει εκεί έντομα και σκουλήκια, ο ασπάλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιφνεύς — έως, ὁ, Α ασπάλακας, τυφλοπόντικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφνός «κενός» + κατάλ. εύς, λόγω τού ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη] …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ασπάλακας — ο (Α ἀσπάλαξ και σπάλαξ και ἀσφάλαξ και σφάλαξ) 1. ο τυφλοπόντικας 2. ο τυφλός (πρβλ. αρχ. παροιμ. «ἀσπάλακος τυφλότερος») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν είναι οξυδερκής, που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του 2. το θηλαστικό σκίουρος ο κοινός, η… …   Dictionary of Greek

  • εντομοφάγος — ο 1. αυτός που τρέφεται με έντομα 2. βοτ. φυτά που φύονται σε εδάφη πτωχά σε αζωτούχους ουσίες και τα οποία αιχμαλωτίζουν έντομα και τά απορροφούν 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εντομοφάγα τάξη θηλαστικών που περιλαμβάνει περισσότερα από… …   Dictionary of Greek

  • προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… …   Dictionary of Greek

  • σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… …   Dictionary of Greek

  • σπαλακία — ἡ, Α 1. μεγάλη εξασθένηση τής όρασης 2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα ία (πρβλ. μυωπ ία)] …   Dictionary of Greek

  • σπαλακοειδής — ές, Ν 1. όμοιος με ασπάλακα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σπαλακοειδή ζωολ. παλαιότερος όρος για την οικογένεια τρωκτικών talpidae στην οποία ανήκει ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • σπαλακορύπαινα — ἡ, Α ακαθαρσία που έχει το χρώμα τού ασπάλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + ρυπαίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”